Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (

  • 1 испытать

    испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
    * * *
    = испытывать

    испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου

    2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)

    испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση

    Русско-греческий словарь > испытать

  • 2 испытать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. δοκιμάζω•

    -новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•

    испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•

    испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.

    2. αισθάνομαι, νοιώθω•

    испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•

    испытать голод νοιώθω πείνα.

    3. υποφέρω, περνώ•

    испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.

    Большой русско-греческий словарь > испытать

  • 3 испытывать

    испытывать
    несов
    1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:
    \испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·
    2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:
    \испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση.

    Русско-новогреческий словарь > испытывать

  • 4 пробовать

    -бут, -буешь
    ρ.δ.
    1. δοκιμάζω•

    пробовать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.

    || γεύομαι•

    пробовать вино, кушанье δοκιμάζω το κρασί, το φαγητό.

    2. αποπειρώμαι, επιχειρώ•

    пробовать писать стихи δοκιμάζω να γράψω ποιήματα.

    δοκιμάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пробовать

  • 5 размерить

    ρ.σ.
    1. καταμετρώ• κάνω χάραξη-размерить место для постройки κάνω χάραξη του μέρους για οικοδομή.
    2. μτφ. (ανα)μετρώ• δοκιμάζω•

    размерить свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου.

    Большой русско-греческий словарь > размерить

  • 6 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 7 мерить

    -рю, -ришь
    κ. (απλ.) мерять, -яю, -яешь
    ρ.δ.μ.
    1. μετρώ, καταμετρώ•

    мерить температуру μετρώ τη θερμοκρασία•

    мерить глубину μετρώ το βάθος.

    || μτφ. προσδιορίζω, υπολογίζω, εκτιμώ•

    мерить силы врага εκτιμώ τις δυνάμεις του εχθρού.

    || μτφ. βαδίζω, βηματίζω, διανύω,πηγαινοέρχομαι.
    2. προβάρω, κάνω πρόβα, δοκιμάζω.
    εκφρ.
    мерить вёрсты – μετρώ τα βέρστια(διανύω μεγάλες αποστάσεις)•
    мерить глазами (взглядом, взором) – μετρώ (εκτιμώ) με το μάτι•
    мерить тою же мерою (ή в ту же -у) – πληρώνω με το ίδιο νόμισμα (ανταποδίδω τα ίσα).
    1. μετριέμαι, αντιμετριέμαι, παραβγαίνω• αλληλομετριέμαι.
    2. μετρώ το ύψος μου.

    Большой русско-греческий словарь > мерить

См. также в других словарях:

  • δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …   Dictionary of Greek

  • προσπαθώ — προσπαθῶ, έω, ΝΜΑ [προσπαθής] 1. εντείνω συγχρόνως τις σωματικές και τις πνευματικές μου δυνάμεις για την επίτευξη ενός σκοπού 2. δοκιμάζω, αποπειρώμαι («προσπάθησε να μέ κοροϊδέψει») μσν. αρχ. υφίσταμαι την επίδραση από την επαφή με κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • μερίζω — (ΑM μερίζω, Α δωρ. τ. μερίσδω, Μ και ἱμερίζω) 1. χωρίζω κάτι σε μέρη (α. «οὐσίαν πιοῡσι τὸ ἄπειρον καὶ μερίζουσι», Αριστοτ. β. «ἐὰν κατὰ μέρος μερισθέντες φυλάττωμεν», Ξεν.) 2. διανέμω, διαμοιράζω 3. κατανέμω, κατατάσσω, τακτοποιώ («κατά τόπους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»